Dienstag, 28. September 2010

H δομή της αγόρευσης Άρθρο 369 Π.Κ.


Η δομή της αγόρευσης κατά το άρθρο 369 Κ.Ποιν.Δ.

Ένα από τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζουν  οι εισαγγελείς, η πολιτική αγωγή καθώς και η υπεράσπιση μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στην ποινική δίκη  είναι η αγόρευση. Το πρόβλημα γεννάται καθώς δεν υπάρχει μια ενιαία δομή στην κατάρτισή της. Η εξέχουσα σημασία της αγόρευσης, καθώς τόσο ο εισαγγελέας όσο και η υπεράσπιση αιτιολογούν στην ουσία τη θέση τους,  αλλά και οι  δυσκολίες που την περιβάλλουν, καθώς σε σύντομο χρονικό διάστημα  θα πρέπει να ειπωθούν και να αξιολογηθούν όλα τα σημαντικά στοιχεία ,τα οποία  έχουν προκύψει κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για μια ξεκάθαρα οριοθετημένη και ουσιώδη  αγόρευση. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε περίπλοκες δίκες με πολλούς μάρτυρες κατηγορίας ή υπεράσπισης. Στο παρόν σχέδιο περιλαμβάνονται τα σημαντικότερα στοιχεία της αγόρευσης καθώς και οι εισαγωγικές προτάσεις για κάθε ένα από αυτά.
Η αγόρευση περιλαμβάνει έξι στάδια εκ των οποίων το καθένα διαδέχεται το προηγούμενο σε μια αυστηρά λογική διάταξη. Ακολούθως λοιπόν η αγόρευση δομείται ως εξής:

1.   Διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών-γεγονότων

2.   Η θέση  του κατηγορουμένου επί της κατηγορίας

3.   Η αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων

4.   Η νομική αξιολόγηση

5.   Η επιμέτρηση της ποινής

6.   Η αίτηση για ποινή στερητική της ελευθερίας  ή για χρηματική ποινή.

Όπως  ρητώς αναφέρεται και στο άρθρο 369 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ. ο πολιτικώς ενάγων δεν μπορεί να αναφερθεί στην επιμέτρηση της ποινής. Αντ’ αυτού αναπτύσσει το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του.
Πέραν των επεξηγήσεων αναφορικά με το καθένα από τα έξι σημεία είναι αναγκαίες και οι εισαγωγικές προτάσεις, οι οποίες παρατίθενται υπογραμμισμένες, ώστε να υπάρχει μια ομαλή μετάβαση στην ουσιώδη θεματολογία του σταδίου.

Ακολούθως λοιπόν η αγόρευση δομείται μαζί με τις εισαγωγικές προτάσεις ως εξής:

“Σεβαστό Δικαστήριο…” όπου γίνεται μία σύντομη εισαγωγή.

Α). Διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών –γεγονότων
Στο πρώτο στάδιο της αγόρευσης  γίνεται η παράθεση όλων των εξακριβωμένων (βέβαιων) γεγονότων.
i)“Μετά το πέρας της (σημερινής) αποδεικτικής διαδικασίας  είναι βέβαιο ότι:”
Παράδειγμα: Ο κατηγορούμενος βρισκόταν στις 7 μ.μ. και ημέρα Παρασκευή στις 17/11/2009 στο Σούπερ Μάρκετ Μασούτης επί της οδού Σβώλου στη Θεσσαλονίκη, οπού τελούσε τις αγορές του. Όταν έφτασε στο ταμείο πλήρωσε για τα προϊόντα. Αφότου πέρασε το ταμείο η ασφάλεια του καταστήματος τον παρακάλεσε να αδειάσει τις τσέπες από το παλτό του. Ο κατηγορούμενος αρχικώς αρνήθηκε, έπειτα όμως μετεπείσθη και έβγαλε από την αριστερή τσέπη του παλτού του μία Nutela 
ή ii) “Η αποδεικτική διαδικασία επιβεβαίωσε την αιτίαση της κατηγορίας
 Όταν η κατηγορία που προσάπτεται στον κατηγορούμενο αποδεικνύεται πλήρως από την αποδεικτική διαδικασία, τότε ο εισαγγελέας απλώς επιβεβαιώνει την αιτίαση της κατηγορίας.

Β). Η θέση του κατηγορούμενου επί της κατηγορίας
Στο δεύτερο κατά σειρά στάδιο της αγόρευσης τοποθετείται η θέση που έχει διατυπώσει ο κατηγορούμενος κατά την διάρκεια της απολογίας του σύμφωνα με το άρθρο 366 του Κ.Ποιν.Δ. Έτσι λοιπόν προκύπτουν οι ακόλουθες περιπτώσεις:
i) “Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε να απολογηθεί”
ii) “Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι διέπραξε μια αξιόποινη πράξη”
iii) “Ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε κατά την διάρκεια της κύριας διαδικασίας μόνο ότι….”
iv) “Ο κατηγορούμενος ομολογεί αξιοπίστευτα την (τις) καταλογιζόμενη(ες) σε αυτόν αξιόποινη(ες) πράξη(εις)…”
v) “ Ο κατηγορούμενος παραδέχεται στην ουσία την (τις) καταλογιζόμενη(ες) σε αυτόν αξιόποινη(ες) πράξη(εις)…”
Παράδειγμα: Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι διέπραξε μια αξιόποινη πράξη. Υποστηρίζει ότι είχε τη Nutela στην τσέπη του πρίν την είσοδό του στο κατάστημα και ότι την είχε αγοράσει από ένα περίπτερο..

Γ). Η αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων
 Στο τρίτο κατά σειρά στάδιο της αγόρευσης τελείται η αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία έχουν προκύψει μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας. Συνδετικό κρίκο αποτελεί η θέση του κατηγορούμενου επί της κατηγορίας.
i) “Αυτή η θέση του κατηγορούμενου κατά την κύρια διαδικασία αποδεικνύεται απλά ως προστατευτικός ισχυρισμός καθώς…”
Η προαναφερθείσα εισαγωγική πρόταση εκφωνείται από τους εισαγγελείς.
ii) “Η θέση του κατηγορούμενου επιβεβαιώνεται από την κατάθεση του μάρτυρα ….
Ο συνήγορος υπεράσπισης στην περίπτωση ύπαρξης μαρτύρων υπεράσπισης χρησιμοποιεί την προαναφερθείσα εισαγωγική πρόταση. Παράδειγμα : “Η θέση του κατηγορούμενου επιβεβαιώνεται από την κατάθεση του μάρτυρα ………, σύμφωνα με την μαρτυρία του οποίου, είδε τον κατηγορούμενο στον προαύλιο χώρο του καταστήματος,  προτού αυτός εισέλθει στο κατάστημα. Παρατήρησε ότι ο κατηγορούμενος έβγαλε από την τσέπη του παλτου του κάτι που έμοιαζε σαν μία Nutela. Προτού εισέλθει ο κατηγορούμενος στο κατάστημα την έβαλε ξανά στην τσέπη του…”
iii) “Η θέση του κατηγορούμενου ανατρέπεται από την κατάθεση του μάρτυρα….”
Αντίστοιχα ο εισαγγελέας χρησιμοποιεί  την προαναφερθείσα εισαγωγική πρόταση. Προς παράδειγμα : “Η θέση του κατηγορούμενου ανατρέπεται από την κατάθεση του μάρτυρα……., ο οποίος εργάζεται ως προσωπικό ασφαλείας στο συγκεκριμένο κατάστημα. Σύμφωνα με την μαρτυρία του, παρατήρησε τον κατηγορούμενο την ώρα που εισήλθε στο κατάστημα.  Δεν φαινόταν  ότι είχε κάτι στις τσέπες του παλτού του. Όταν όμως ο κατηγορούμενος πέρασε το ταμείο ο μάρτυρας πρόσεξε το εξόγκωμα που διαγραφόταν στην τσέπη του παλτού του κατηγορούμενου… ”

Σε αυτό το σημείο και μάλιστα σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται η αξιολόγηση για την αξιοπιστία των μαρτύρων. Αποτελεί ίσως το σημαντικότερο κομμάτι της αγόρευσης. Η αιτιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας ή υπεράσπισης κρίνει εν πολλοίς την έκβαση της δίκης. Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται από το ποιόν του, από το περιεχόμενο της κατάθεσής του και από τον τρόπο με τον οποίο καταθέτει. Σε  περιπτώσεις ισάξιων μαρτύρων τον σημαντικότερο ρόλο  για την ανεύρεση της αλήθειας παίζει η δικαστική ψυχολογία, η οποία σχετίζεται με τον τρόπο που καταθέτει ο μάρτυρας, με την μικρο- ή μακρομιμική του, με τον τρόπο που κινείται, ομιλεί, και γενικώς συμπεριφέρεται. Η δικαστική ψυχολογία αποτελεί έναν κλάδο δυστυχώς παραμελημένο στα ελληνικά δικαστικά δρώμενα. 

Στην περίπτωση που δεν υπάρχει πρόβλημα με την αξιοπιστία της μαρτυρικής κατάθεσης τότε η αξιολόγηση του μάρτυρα κλείνει με την πρόταση: “Δεν συντρέχει κάποιος λόγος αμφιβολίας της αξιοπιστίας του μάρτυρα”.

Δ. Η νομική αξιολόγηση
Στο τέταρτο στάδιο της αγόρευσης τελείται η νομική αξιολόγηση της πράξης. Η εισαγωγική πρόταση έχει ως εξής:
“Η πράξη του κατηγορούμενου χαρακτηρίζεται ως ένα πλημμέλημα  (ή κακούργημα) της………… ( π.χ κλοπής, απάτης κτλ) σύμφωνα με το άρθρο ….…του Ποιν.Κωδ.
Σε αυτό το σημείο είναι πολύ σημαντικό τόσο για τους εισαγγελείς όσο και για τους δικηγόρους να υπαγάγουν σωστά τα πραγματικά περιστατικά στον κανόνα δικαίου. Η υπαγωγή καταδεικνύει και την πραγματική γνώση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Κατά σειρά λοιπόν εξετάζεται η αντικειμενική υπόσταση, η υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης και ο καταλογισμός, καθώς και τυχόν λόγοι που άρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης. Ανάλογα με την πράξη ανάλογη είναι και η δομή της νομικής αξιολόγησης, όπως π.χ. στην απόπειρα, όπου πρώτα εξετάζεται η υποκειμενική υπόσταση κ.τ.λ.
Στο παράδειγμά μας ο εισαγγελέας κατά τη νομική αξιολόγηση θα πρέπει αιτιολογώντας να απορρίψει την περίπτωση της απάτης, καθώς και να αποφανθεί για το εάν πρόκειται για κλοπή ή υπεξαίρεση και για το εάν έχει ολοκληρωθεί η πράξη, ή υπήρξε μόνο απόπειρα παραθέτοντας τις αντίστοιχες νομικές θεωρίες για κάθε μία προβληματική. Αντίστοιχη αξιολόγηση θα κάνει και ο συνήγορος υπεράσπισης βασιζόμενος στα τρία προαναφερθέντα στάδια.

Ε. Η επιμέτρηση της ποινής
Στο πέμπτο κατά σειρά στάδιο γίνεται λόγος για το είδος της ποινής και για το ύψος αυτής. Η εισαγωγική πρόταση έχει ως εξής:
“Πρέπει λοιπόν να αποσαφηνισθεί ποιά είναι η κατάλληλη ποινή για αυτό το πλημμέλημα (ή κακούργημα). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει για αυτή την αξιόποινη  πράξη ποινή έως (ή από)…….. Εάν αναλογισθεί κανείς τις ακόλουθες εκτιμήσεις σχετικά με την επιμέτρηση της ποινής τότε προκύπτουν για τον κατηγορούμενο τα εξής: “
Σε αυτό το σημείο παρατίθενται οι εκτιμήσεις που είναι ευνοϊκές ή επιβαρυντικές για τον κατηγορούμενο:
Υπέρ του κατηγορούμενου πρέπει να ληφθεί υπόψιν……: Π.χ.
-Πράξη η οποία προέκυψε τυχαία λόγω της κατάστασης, στιγμιαία πράξη
-Μικρή ζημία
-Επανόρθωση της ζημίας
-Νεαρόν της ηλικίας
-Λευκό ποινικό μητρώο
-Ομολογία
-Ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό (Άρθρο 36 Παρ1 Π.Κ)
-Απρόσφορη απόπειρα (Άρθρο 43 Παρ 1 Π.Κ.) κτλ

Κατά του κατηγορούμενου πρέπει να ληφθεί όμως υπόψιν… Π.χ
-Η ένταση της ενέργειας
-Η μεγάλη ζημία ή οι συνέπειες της πράξης
-Ο αριθμός των πράξεων
-Ο προσεκτικός σχεδιασμός της πράξης
-Αξιοσημείωτη εγκληματική δράση
-Δράστης κατ’ επανάληψη
- Αναστολή κ.τ.λ.

ΣΤ. Η αίτηση για ποινή στερητική της ελευθερίας  ή για χρηματική ποινή
Στο τελικό στάδιο υποβάλλεται η αίτηση αναφορικά με την ποινή.  Η αίτηση διατυπώνεται  για παράδειγμα ως εξής: Λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις προαναφερθέντες εκτιμήσεις  υπέρ και κατά του κατηγορούμενου θεωρώ ότι  μία ποινή ……………….. είναι δίκαιη. Αιτούμαι λοιπόν να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος για την πρώτη πράξη του σε…….. και για τη δεύτερη πράξη σε………… και να ορισθεί μια συνολική ποινή …………….
Στις περιπτώσεις όπου ο νόμος προβλέπει την αναστολή  τότε υποβάλλεται το σχετικό αίτημα. Αναλόγως τίθεται και το αίτημα αθώωσης.















© Copyright

Mittwoch, 15. September 2010

Το δημοκρατικό έλλειμμα της κρίσης

Το δημοκρατικό έλλειμμα της κρίσης

Μετά λύπης οφείλουμε να κάνουμε κάποιες διαπιστώσεις για τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας, οι οποίες δεν παρουσιάζουν μόνο φιλολογικό ενδιαφέρον. Πέρα από τον οικονομικό στραγγαλισμό όλων των τάξεων, είτε πρόκειται για τους φτωχούς είτε για τη μεσαία τάξη ακόμα και για τους επιχειρηματίες αυτό που γίνεται με μια δεύτερη ματιά ορατό είναι η προσβολή της δημοκρατίας. Διότι ποια είναι η έννοια της δημοκρατίας; Πάγια θέση είναι ότι στη δημοκρατία η εξουσία πηγάζει από το λαό για το λαό. Η εξουσία συνεχίζει να πηγάζει από το λαό μέσω των εκλογών όμως υπάρχουν πλέον βάσιμες υποψίες ότι το “για το λαό” δεν ισχύει πλέον, έστω και συγκυριακά. Κι αυτό διότι η έννοια του “για” συμπεριλαμβάνει το θετικό πρόσημο “προς το συμφέρον” του λαού. Αβίαστα ακολουθεί το επόμενο ερώτημα. Πώς ορίζεται το συμφέρον του λαού; Είναι ισοδύναμο του δημόσιου συμφέροντος όπως αυτό αποτυπώνεται και συγκεκριμενοποιείται  σε εκατοντάδες  δικαστικές αποφάσεις;  Και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για σχετικώς συναφείς αφηρημένες έννοιες οι οποίες έχουν μια ουσιαστική διαφορά. Το δημόσιο συμφέρον περιέχει άμεσα  την ιδέα του κράτους ως οντότητα με έμμεσα ωφελημένο τον απλό πολίτη, ενώ το άμεσο συμφέρον του λαού, του απλού πολίτη δηλαδή αποτυπώνεται κυρίως σε ατομικό επίπεδο. Η διαφορά αυτή γίνεται εμφανής σύμφωνα με το ακόλουθο παράδειγμα. Η κυβέρνηση έθεσε το δίλημμα  ή πτωχεύουμε ή παίρνουμε επώδυνα μέτρα. Ή δέχεται ο πολίτης μείωση του μισθού ή της σύνταξης ή δεν θα λάβει καθόλου μισθό ή σύνταξη. Το δημόσιο συμφέρον λέει ναι στην μείωση, το ατομικό συμφέρον λέει όχι. Εάν δεν υπερισχύσει το δημόσιο συμφέρον όμως τότε θα πάψει να υφίσταται το ατομικό συμφέρον. Χωρίς αμφιβολία δεν πρόκειται καν για δίλλημα αλλά για μονομερή επιταγή. Επί της ουσίας λοιπόν στην τωρινή συγκυρία ισχύει πρωτίστως το “από το λαό για το κράτος”.  Αναρωτιέμαι λοιπόν αν αυτή η συγκυρία δημιουργεί ένα δημοκρατικό έλλειμμα. Εκ πρώτης όψεως δεν διαφαίνεται ένα τέτοιο έλλειμμα, διότι αν δεν ισχύσει το γενικό συμφέρον τότε  αποδυναμώνεται πλήρως και το ατομικό. Τίθεται αυτομάτως όμως το ερώτημα πώς ορίζεται το γενικό καλό ή συμφέρον; Αν και πρόκειται περί αφηρημένης έννοιας, η οποία χρίζει συγκεκριμενοποίησης, προφανώς το γενικό καλό συμπεριλαμβάνει την έννοια του συνόλου ή τουλάχιστον της πλειοψηφίας. Και εκεί ακριβώς γίνεται πλέον εμφανής η απάντηση στο ερώτημα αν δημιουργείται δημοκρατικό έλλειμμα. Διότι  το σύνολο ή τουλάχιστον η πλειοψηφία του ελληνικού λαού θίγεται άμεσα  από τα δημοσιοοικονομικά,  ασφαλιστικά ή εργασιακά μέτρα. Συνταξιούχοι, δημόσιοι υπάλληλοι, δικαστικοί,  εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, ελεύθεροι επαγγελματίες, το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού δηλαδή. Από την στιγμή όμως που όλοι θίγονται πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για γενικό συμφέρον, για δημόσιο συμφέρον ή “για το λαό’; Η απάντηση επ’ αυτού του ερωτήματος είναι απλή: Δεν μπορούμε.
Μπορεί όμως η δημοκρατία να ανεχτεί ένα τέτοιο έλλειμμα έστω και συγκυριακά; Προσωπική μου άποψη είναι ότι  δεν μπορεί η δημοκρατία να δέχεται ένα τέτοιο πλήγμα διότι σε αυτή την περίπτωση “καταλύεται”.  Αυτό συμβαίνει,  όταν  αρχές συνυφασμένες με τη δημοκρατία, όπως το κοινωνικό κράτος, το κράτος πρόνοιας, η δικαιοσύνη, τα ατομικά δικαιώματα, βάλλονται από τα μέτρα.  Στην παρούσα κατάσταση η ιδέα του συνόλου υποχωρεί στην ιδέα της συνέχειας της ύπαρξης του οικονομικοπολιτικού ΄΄είναι΄΄.  Εάν τα ληφθέντα οικονομικά μέτρα τελικά αποδώσουν και διασώσουν το ΄΄είναι΄΄ , μένει να αποδειχθεί , αν και μπορεί κάλλιστα κάποιος να παραθέσει σοβαρά επιχειρήματα για την εφαρμογή μιας εσφαλμένης οικονομικής πολιτικής.
Η δικαιοσύνη θα πρέπει να αποφανθεί τελικώς εάν θίγονται συνταγματικές επιταγές και δικαιώματα. Βέβαιο είναι πάντως πως ο πυρήνας του εκάστοτε ατομικού δικαιώματος δεν δύναται να θιγεί. Το δημόσιο συμφέρον,   η όποια δέσμευση – μνημόνιο υποχωρούν, όταν αγγίζουν τον πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων, το μέρος  αυτό δηλαδή όπου ορίζεται το είναι του δικαιώματος , η ουσία του και όπου κανένας νόμος, καμία εξουσία δεν μπορεί να αγγίξει σε μια δημοκρατία. Αυτή την περίπτωση θα εξετάσουν  τα ανώτατα δικαστήρια και σε  αυτό το σημείο θα κριθεί, εάν το μνημόνιο και τα μέτρα είναι συνταγματικά.